- λῖν
- λίς 1lionmasc acc sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιν, Ντέιβιντ — (Sir David Lean, Κρόιντον, 1908 – 1991). Βρετανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Από νεαρή ηλικία ξεκίνησε να εργάζεται μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν λογιστής. Αργότερα προσελήφθη από την Gaumont Films, στην οποία εργάστηκε σε διάφορες… … Dictionary of Greek
λίν(ν)εα — η 1. ναυτ. όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους ναυμάχους τής Επανάστασης τού 1821 και δηλώνει γενικά τη ναυτική παράταξη 2. (γεωγραφ. ως διεθνής όρος) α) η γραμμή τού Ισημερινού β) η γραμμή τού Τροπικού … Dictionary of Greek
Λίν' — Λίνε , Λίνος the song masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίν' — λίνα , λίνον anything made of flax neut nom/voc/acc pl λίνε , λίνος the song masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιν Πιάο — (Lin Piao, Χουάνγκαν, Χουπέ 1908 – Μογγολία 1971). Κινέζος στρατηγός και πολιτικός. Φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Χουάνγκ και αναδείχτηκε σε έναν από τους ηγέτες των επαναστατικών σχηματισμών που είχε συγκροτήσει ο Μάο Τσε Τουνγκ. Ανώτατος … Dictionary of Greek
Σε Λιν Γιουν — Κινέζος ποιητής (385 433). Είναι ο θεμελιωτής της κινεζικής λυρικής φυσιολατρικής ποίησης. Η ποίησή του είναι συχνά απαισιόδοξη γιατί, όπως παρατηρεί, το μεγαλείο της φύσης τονίζει τη ματαιότητα της ανθρώπινης ζωής. Το ύφος του είναι άψογο και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
AES Sicyomum — ob rationem mox sequentem, melius Demoncsium, quod e Demoneso Insul. prope Chalcedonem, veniat; pro orichalco esse habitum, ex Aristotele paret, qui in Mirabil. Ε῎ςτι δὲ inquit, αὐτίθι χαλκὸς κολυμβητὴς ἐν δυοῖν ὀογυαῖς τῆς θαλάςςης, ὅθεν ὁ ἐν… … Hofmann J. Lexicon universale